ἁρπάγδην: Difference between revisions

6
(6_6)
(6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁρπάγδην''': ἐπίρ. βιαίως, [[ἐσπευσμένως]], «ἁρπαχτά», Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1017: ἀπλήστως, λαιμάργως, Ὀππ. Ἁλ. 3. 219, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12.
|lstext='''ἁρπάγδην''': ἐπίρ. βιαίως, [[ἐσπευσμένως]], «ἁρπαχτά», Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1017: ἀπλήστως, λαιμάργως, Ὀππ. Ἁλ. 3. 219, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁρπάγδην]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />αρπαχτά, βίαια, εσπευσμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αρπάγ</i>-του ρ. [[αρπάζω]] <span style="color: red;">+</span> (επίρρ. κατάλ.) -<i>δην</i> <b>[[πρβλ]].</b> [[άρδην]], [[μίγδην]], [[συλλήβδην]], [[φύρδην]] κ.ά.].
}}
}}