ἀναδενδρόομαι: Difference between revisions

big3_3
(6_6)
 
(big3_3)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναδενδρόομαι''': ἐπὶ [[ἀμπέλων]], ἀναρριχῶμαι [[ἐπάνω]] εἰς δένδρα, Γρηγ. Νύσσ. τόμ. Ι. 499D, 404A.
|lstext='''ἀναδενδρόομαι''': ἐπὶ [[ἀμπέλων]], ἀναρριχῶμαι [[ἐπάνω]] εἰς δένδρα, Γρηγ. Νύσσ. τόμ. Ι. 499D, 404A.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[trepar por un árbol]] ἡ ἀναδενδρουμένη [[ἄμπελος]] Gr.Nyss.<i>Hom.in Eccl</i>.332.1<br /><b class="num">•</b>fig. [[ascender]], [[remontarse]] πρὸς τὸ ὕψος τῶν ἀγγέλων Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.60.1.
}}
}}