ἐλλιπής: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλλῐπής''': -ές, ([[ἐλλείπω]]) ἐνεργ. ἀφίνων τι, παραλείπων, τινὸς Πλάτ. Νόμ. 924Β. ΙΙ. Παθ., ὑπολειπόμενος, ἔχων ἔλλειψιν, ἀντίθετον τῷ [[ἐντελής]], τινος, ἔν τινι πράγματι, Θουκ. 5. 17., 7. 8, Πλάτ., κλ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., ἐλλιπεῖς προθυμίᾳ Θουκ. 6. 69· τὸ [[δεῖπνον]] δ’ ἐντελὲς καὶ μηδενὶ ἐλλειπὲς Εὐάγγ. ἐν «Ἀνακαλυπτομένῃ» 1. 3· ἔν τινι Πολύβ. 18. 5, 5. 2) ἀπολ., καθυστερῶν, ἐλλ. καὶ μὴ δυνάμενος ἐπιμελεῖσθαι, [[ἀμελής]], Πλάτ. Νόμ. 901C· πρὸς Ἀθηναίους, οἷς τὸ μὴ ἐπιχειρούμενον ἀεὶ ἐλλιπὲς ἦν τῆς δοκήσεως, «οἷς, ὃ μὴ ἐπεχείρουν τοῦτο ἐλλιπὲς τῶν προσδοκωμένων ἐδόκει κατορθωμάτων·... εἴτ’ οὖν ὃ μὴ ἐπεχείρουν τοῦτο ζημίαν ἡγοῦνθ’ ἑαυτοῖς» (Σχόλ.), Θουκ. 4. 55· καὶ τὸ ἐλλιπὲς τῆς γνώμης ὧν ἕκαστός τις ᾠήθημεν πράξειν, ἡ [[ἀποτυχία]] τῆς κρίσεως ἡμῶν ὡς [[πρός]]... [[αὐτόθι]] 63· τὸ ἐλλιπές = [[ἔλλειψις]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 22. - Συγκρ. ἐλλιπέστερος Πολύβ. 5. 32, 2, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -πῶς, ἐνδεῶς, καὶ γραμματικῶς, κατ’ ἔλλειψιν, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 252.
|lstext='''ἐλλῐπής''': -ές, ([[ἐλλείπω]]) ἐνεργ. ἀφίνων τι, παραλείπων, τινὸς Πλάτ. Νόμ. 924Β. ΙΙ. Παθ., ὑπολειπόμενος, ἔχων ἔλλειψιν, ἀντίθετον τῷ [[ἐντελής]], τινος, ἔν τινι πράγματι, Θουκ. 5. 17., 7. 8, Πλάτ., κλ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., ἐλλιπεῖς προθυμίᾳ Θουκ. 6. 69· τὸ [[δεῖπνον]] δ’ ἐντελὲς καὶ μηδενὶ ἐλλειπὲς Εὐάγγ. ἐν «Ἀνακαλυπτομένῃ» 1. 3· ἔν τινι Πολύβ. 18. 5, 5. 2) ἀπολ., καθυστερῶν, ἐλλ. καὶ μὴ δυνάμενος ἐπιμελεῖσθαι, [[ἀμελής]], Πλάτ. Νόμ. 901C· πρὸς Ἀθηναίους, οἷς τὸ μὴ ἐπιχειρούμενον ἀεὶ ἐλλιπὲς ἦν τῆς δοκήσεως, «οἷς, ὃ μὴ ἐπεχείρουν τοῦτο ἐλλιπὲς τῶν προσδοκωμένων ἐδόκει κατορθωμάτων·... εἴτ’ οὖν ὃ μὴ ἐπεχείρουν τοῦτο ζημίαν ἡγοῦνθ’ ἑαυτοῖς» (Σχόλ.), Θουκ. 4. 55· καὶ τὸ ἐλλιπὲς τῆς γνώμης ὧν ἕκαστός τις ᾠήθημεν πράξειν, ἡ [[ἀποτυχία]] τῆς κρίσεως ἡμῶν ὡς [[πρός]]... [[αὐτόθι]] 63· τὸ ἐλλιπές = [[ἔλλειψις]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 22. - Συγκρ. ἐλλιπέστερος Πολύβ. 5. 32, 2, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -πῶς, ἐνδεῶς, καὶ γραμματικῶς, κατ’ ἔλλειψιν, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 252.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui reste en arrière, incomplet, insuffisant ; qui manque de, gén. ; τὸ ἐλλιπές, le manque de, l’insuffisance ; <i>abs.</i> défaut.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλλείπω]].
}}
}}