ἁγιστεύω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁγιστεύω''': ἐπιτελῶ ἱεροτελεστίας, Πλάτ. Νόμ. 759D: ― Παθ. ὅσα ἄλλα ἁγιστεύεται, πᾶσαι αἱ λοιπαὶ ἱεραὶ τελεταί, Φίλων 2. 231. 2) Εἶμαι [[ἅγιος]], ζῶ εὐσεβῶς ἢ ἁγνῶς, [[ὅστις]] βιοτὰν ἁγ. καὶ θιασεύεται ψυχάν, [[ὅστις]] διάγει ζωὴν καθαρὰν καὶ ἔχει εὐσεβῆ ψυχήν, Εὐρ. Βάκχ. 74: εἶμαι [[ἱερός]], καθιερωμένος, Παυσ. 6. 20, 2, πρβ. 8. 13, 1. ΙΙ. Ἐνεργ., [[καθαίρω]], ἐξαγνίζω, φόνου χεῖρας, ἀπὸ τὸν φόνον, Χρησμ. παρὰ Παυσαν. 10. 6, 7. 2) [[νομίζω]] τι ἅγιον· τὸ παθ. ἐπὶ τόπων, Στράβ. 417, Διον. Ἁλ. 1. 40.
|lstext='''ἁγιστεύω''': ἐπιτελῶ ἱεροτελεστίας, Πλάτ. Νόμ. 759D: ― Παθ. ὅσα ἄλλα ἁγιστεύεται, πᾶσαι αἱ λοιπαὶ ἱεραὶ τελεταί, Φίλων 2. 231. 2) Εἶμαι [[ἅγιος]], ζῶ εὐσεβῶς ἢ ἁγνῶς, [[ὅστις]] βιοτὰν ἁγ. καὶ θιασεύεται ψυχάν, [[ὅστις]] διάγει ζωὴν καθαρὰν καὶ ἔχει εὐσεβῆ ψυχήν, Εὐρ. Βάκχ. 74: εἶμαι [[ἱερός]], καθιερωμένος, Παυσ. 6. 20, 2, πρβ. 8. 13, 1. ΙΙ. Ἐνεργ., [[καθαίρω]], ἐξαγνίζω, φόνου χεῖρας, ἀπὸ τὸν φόνον, Χρησμ. παρὰ Παυσαν. 10. 6, 7. 2) [[νομίζω]] τι ἅγιον· τὸ παθ. ἐπὶ τόπων, Στράβ. 417, Διον. Ἁλ. 1. 40.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et part. ao.</i><br />remplir un devoir religieux, accomplir des rites sacrés.<br />'''Étymologie:''' [[ἁγίζω]].
}}
}}