3,260,309
edits
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυβλᾰβής''': -ές, [[λίαν]] [[βλαβερός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2. | |lstext='''πολυβλᾰβής''': -ές, [[λίαν]] [[βλαβερός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />très endommagé <i>ou</i> facile à endommager.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βλάπτω]]. | |||
}} | }} |