ἀστεργής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστεργής''': -ές, μὴ ἐπιθυμητός, [[φοβερός]], ἀστεργῆ θεᾶς ἐκτήσατ’ ὀργὴν Σοφ. Αἴ. 776· πείσεται γὰρ [[ἄλλο]] μὲν ἀστεργὲς οὐδὲν, [[ἄλλο]] μὲν οὐδὲν δυσάρεστον, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 229.
|lstext='''ἀστεργής''': -ές, μὴ ἐπιθυμητός, [[φοβερός]], ἀστεργῆ θεᾶς ἐκτήσατ’ ὀργὴν Σοφ. Αἴ. 776· πείσεται γὰρ [[ἄλλο]] μὲν ἀστεργὲς οὐδὲν, [[ἄλλο]] μὲν οὐδὲν δυσάρεστον, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 229.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> haineux, implacable;<br /><b>2</b> non aimable, pénible, intolérable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[στέργω]].
}}
}}