3,276,932
edits
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πενθημῐμερής''': -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ [[πέντε]] ἡμισέων μερῶν, δηλ. ἐκ 2 ½ μερῶν· ἐν τῇ [[προσῳδία]] τομὴ π., ἡ τομὴ ἡ [[μετὰ]] δύο πόδας καὶ ἥμισυν ὡς ἐν τοῖς ἑξαμ., καὶ τοῖς ἰαμβ. τριμ., Δράκων σ. 126, κτλ.· τὸ πενθημιμερές ([[μετὰ]] τῆς λέξεως [[μέτρον]]· ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), οἱ πρῶτοι δύο πόδες καὶ [[ἥμισυς]] στίχου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 627, Quintil. 9. 4, 78. | |lstext='''πενθημῐμερής''': -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ [[πέντε]] ἡμισέων μερῶν, δηλ. ἐκ 2 ½ μερῶν· ἐν τῇ [[προσῳδία]] τομὴ π., ἡ τομὴ ἡ [[μετὰ]] δύο πόδας καὶ ἥμισυν ὡς ἐν τοῖς ἑξαμ., καὶ τοῖς ἰαμβ. τριμ., Δράκων σ. 126, κτλ.· τὸ πενθημιμερές ([[μετὰ]] τῆς λέξεως [[μέτρον]]· ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), οἱ πρῶτοι δύο πόδες καὶ [[ἥμισυς]] στίχου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 627, Quintil. 9. 4, 78. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />de cinq moitiés, de deux entiers et demi ; <i>t. de gramm.</i> πενθημιμερὴς [[τομή]] césure penthémimère, après le deuxième pied, <i>particul. dans un hexamètre dactylique ou un trimètre iambique ; t. de gramm.</i> τὸ πενθημιμερές partie d’un vers comprenant les deux premiers pieds et demi.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[ἥμισυς]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |