τρῶξις: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῶξις''': -εως, ἡ, τὸ τρώγειν, ἀποδάκνειν, ἀποκόπτειν διὰ τῶν ὀδόντων, ὀνύχων τρώξεις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 5, 3.
|lstext='''τρῶξις''': -εως, ἡ, τὸ τρώγειν, ἀποδάκνειν, ἀποκόπτειν διὰ τῶν ὀδόντων, ὀνύχων τρώξεις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 5, 3.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de grignotter.<br />'''Étymologie:''' [[τρώγω]].
}}
}}