καταπόρνευσις: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπόρνευσις''': -εως, ἡ, τὸ μεταχειρίζεσθαι ὡς πόρνην, ἀτιμάζειν, παρθένων Πλουτ. Τιμολ. 13.
|lstext='''καταπόρνευσις''': -εως, ἡ, τὸ μεταχειρίζεσθαι ὡς πόρνην, ἀτιμάζειν, παρθένων Πλουτ. Τιμολ. 13.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />prostitution.<br />'''Étymologie:''' [[καταπορνεύω]].
}}
}}