κυλίνδησις: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠλίνδησις''': -εως, ἡ, τὸ κυλινδεῖσθαι, κυλίεσθαι, ἐν γυναίοις Πλουτ. Ἀντών. 9. ΙΙ. μεταφ., συνεχὴς ἐξάσκησις, [[ἐμπειρία]], ἐν λόγοις Πλάτ. Σοφ. 268Α, πρβλ. Λατ. versari.
|lstext='''κῠλίνδησις''': -εως, ἡ, τὸ κυλινδεῖσθαι, κυλίεσθαι, ἐν γυναίοις Πλουτ. Ἀντών. 9. ΙΙ. μεταφ., συνεχὴς ἐξάσκησις, [[ἐμπειρία]], ἐν λόγοις Πλάτ. Σοφ. 268Α, πρβλ. Λατ. versari.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de rouler, de s’ébattre.<br />'''Étymologie:''' [[κυλινδέω]].
}}
}}