αἰγανέη: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰγᾰνέη''': ἡ, [[λόγχη]] θηρευτική, [[πρόβολος]], [[ἀκόντιον]], Ἰλ. Β. 744, Ὀδ. Δ. 626, Ἀνθ. Π. 6. 57. ([[ἴσως]] ἐκ τοῦ αἴξ = [[ἀκόντιον]] διὰ τὰς αἶγας, πρβλ. Ὀδ. Ι. 156).
|lstext='''αἰγᾰνέη''': ἡ, [[λόγχη]] θηρευτική, [[πρόβολος]], [[ἀκόντιον]], Ἰλ. Β. 744, Ὀδ. Δ. 626, Ἀνθ. Π. 6. 57. ([[ἴσως]] ἐκ τοῦ αἴξ = [[ἀκόντιον]] διὰ τὰς αἶγας, πρβλ. Ὀδ. Ι. 156).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />javelot de chasse, de combat.<br />'''Étymologie:''' [[αἴξ]], [[ἀΐσσω]].
}}
}}