3,274,903
edits
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρησμοσύνη''': ἡ, [[ἀπορία]], [[ἔνδεια]], [[χρεία]], [[ἀνάγκη]], Τυρταῖος 7. 8 (διάφ. γραφ. ἀντὶ [[χρημοσύνη]]), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 837, κ. ἀλλ.· - ἐν χρήσει παρ’ Ἡρακλείτ. = [[διακόσμησις]], ἴδε Ἀποσπ. 24 Bywater· πρβλ. Φίλωνα 1. 89. ΙΙ. [[λιπαρία]], λιπαρὴς [[παράκλησις]], μετίεσαν τῆς χρησμοσύνης Ἡρόδ. 9. 33 ([[ἔνθα]] ὁ Schweigh. [[ἡμαρτημένως]] ἐνόησεν αὐτὸ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[μαντοσύνη]], ἴδε Wessel. ἐν τόπῳ). | |lstext='''χρησμοσύνη''': ἡ, [[ἀπορία]], [[ἔνδεια]], [[χρεία]], [[ἀνάγκη]], Τυρταῖος 7. 8 (διάφ. γραφ. ἀντὶ [[χρημοσύνη]]), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 837, κ. ἀλλ.· - ἐν χρήσει παρ’ Ἡρακλείτ. = [[διακόσμησις]], ἴδε Ἀποσπ. 24 Bywater· πρβλ. Φίλωνα 1. 89. ΙΙ. [[λιπαρία]], λιπαρὴς [[παράκλησις]], μετίεσαν τῆς χρησμοσύνης Ἡρόδ. 9. 33 ([[ἔνθα]] ὁ Schweigh. [[ἡμαρτημένως]] ἐνόησεν αὐτὸ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[μαντοσύνη]], ἴδε Wessel. ἐν τόπῳ). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> manque, besoin, indigence;<br /><b>2</b> désir d’acquérir, désir.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]]. | |||
}} | }} |