διεξοδικός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεξοδικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς διέξοδον ἢ ἔξοδον, τὸ δ., τὸ [[μέρος]] τοῦ σώματος, δι’ οὗ ἐξέρχονται τὰ περιττώματα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 13, 2. ΙΙ. [[ἐκτενής]], [[λεπτομερής]], [[μακρός]], [[ἱστορία]] Πλούτ. Φαβ. 16. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκτενῶς, λεπτομερῶς, Γαλην. 12, 154.
|lstext='''διεξοδικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς διέξοδον ἢ ἔξοδον, τὸ δ., τὸ [[μέρος]] τοῦ σώματος, δι’ οὗ ἐξέρχονται τὰ περιττώματα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 13, 2. ΙΙ. [[ἐκτενής]], [[λεπτομερής]], [[μακρός]], [[ἱστορία]] Πλούτ. Φαβ. 16. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκτενῶς, λεπτομερῶς, Γαλην. 12, 154.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />étendu, développé (récit).<br />'''Étymologie:''' [[διέξοδος]].
}}
}}