βατός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰτός''': -ή, -όν, (βαίνω) [[διαβατός]], εὔβατος, τοῖς ὑποζυγίοις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17, Ἀρρ. Ἀν. 4. 21, 5, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 39. – Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 109, ἴδε ἐν λ. [[βέβηλος]].
|lstext='''βᾰτός''': -ή, -όν, (βαίνω) [[διαβατός]], εὔβατος, τοῖς ὑποζυγίοις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17, Ἀρρ. Ἀν. 4. 21, 5, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 39. – Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 109, ἴδε ἐν λ. [[βέβηλος]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />où l’on peut aller, accessible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[βαίνω]].
}}
}}