θανατικός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰνᾰτικός''': -ή, -όν, [[θανατηφόρος]], θανάτου [[ἄξιος]], θ. [[ἔγκλημα]], «διὰ θάνατον», Διόδ. Ἐκλογ. 610. 39· [[δίκη]], Λατ. capitalis, Πλούτ. Περικλ. 10. Ἀλεξ. 42· - θανατικόν, τό, ἐπιδημικὴ [[ἀσθένεια]], [[λοιμός]], [[πανώλης]], Βυζ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 321. 41.
|lstext='''θᾰνᾰτικός''': -ή, -όν, [[θανατηφόρος]], θανάτου [[ἄξιος]], θ. [[ἔγκλημα]], «διὰ θάνατον», Διόδ. Ἐκλογ. 610. 39· [[δίκη]], Λατ. capitalis, Πλούτ. Περικλ. 10. Ἀλεξ. 42· - θανατικόν, τό, ἐπιδημικὴ [[ἀσθένεια]], [[λοιμός]], [[πανώλης]], Βυζ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 321. 41.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la mort : θανατικὴ [[δίκη]] PLUT procès capital, qui peut entraîner la mort.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]].
}}
}}