μάργος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάργος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον (Αἰσχύλ. Εὐμ. 67)· - ποιητ. ἐπίθετ. (ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. [[ἅπαξ]]), [[ἐμμανής]], μαινόμενος, Λατιν. foriosus, μάγρε, μαινόμενε, Ὀδ. Π. 421· [[μαῖα]] [[φίλη]], μάργην σε θεοὶ θέσαν Ψ. 11· [[οὕτως]] ἐν Πινδ. Ο. 175, κτλ.· θυμὸς μ. Θέογν. 1301· λύσσης πνεύματι μάργῳ Αἰσχύλ. Πρ. 884· τάσδε τὰς μάργους, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμεν. 67· μάργαι ἡδοναὶ Πλάτ. Νόμ. 792E· - ἐπί ἵππων, [[ἐμμανής]], [[ὁρμητικός]], μάργων ἐπιβήτορες ἵππων Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 4, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 745· ἐπὶ οἴνου, [[μάργος]] δὲ οἱ ἔπλετο [[οἶνος]] Ἡσ. Ἀποσπ. 43. 2) [[ἄπληστος]], «ἀχόρταγος», [[μετὰ]] δ’ ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ Ὀδ. Σ. 2· τὸ μ. τῆς γνάθου Εὐρ. Κύκλ. 310· - μεταφορ., οἴδματι μάργῳ Ἐμπεδ. 349· μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάθοις Φρύνιχ. Τραγ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Λυκόφρ. 433. 3) [[αἰσχρός]], [[ἀσελγής]], Θέογν. 581, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 741, Εὐρ. Ἠλ. 1027, κτλ.
|lstext='''μάργος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον (Αἰσχύλ. Εὐμ. 67)· - ποιητ. ἐπίθετ. (ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. [[ἅπαξ]]), [[ἐμμανής]], μαινόμενος, Λατιν. foriosus, μάγρε, μαινόμενε, Ὀδ. Π. 421· [[μαῖα]] [[φίλη]], μάργην σε θεοὶ θέσαν Ψ. 11· [[οὕτως]] ἐν Πινδ. Ο. 175, κτλ.· θυμὸς μ. Θέογν. 1301· λύσσης πνεύματι μάργῳ Αἰσχύλ. Πρ. 884· τάσδε τὰς μάργους, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμεν. 67· μάργαι ἡδοναὶ Πλάτ. Νόμ. 792E· - ἐπί ἵππων, [[ἐμμανής]], [[ὁρμητικός]], μάργων ἐπιβήτορες ἵππων Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 4, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 745· ἐπὶ οἴνου, [[μάργος]] δὲ οἱ ἔπλετο [[οἶνος]] Ἡσ. Ἀποσπ. 43. 2) [[ἄπληστος]], «ἀχόρταγος», [[μετὰ]] δ’ ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ Ὀδ. Σ. 2· τὸ μ. τῆς γνάθου Εὐρ. Κύκλ. 310· - μεταφορ., οἴδματι μάργῳ Ἐμπεδ. 349· μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάθοις Φρύνιχ. Τραγ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Λυκόφρ. 433. 3) [[αἰσχρός]], [[ἀσελγής]], Θέογν. 581, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 741, Εὐρ. Ἠλ. 1027, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />déréglé :<br /><b>1</b> insensé, fou, furieux;<br /><b>2</b> insolent, présomptueux, orgueilleux;<br /><b>3</b> impudique, libertin;<br /><b>4</b> glouton, vorace.<br />'''Étymologie:''' R. Μαργ, désirer.
}}
}}