κερχνωτός: Difference between revisions

20
(6_10)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερχνωτός''': -ή, -όν, [[τραχύς]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. κατακερχνοῦται· «τὰ κερχνωτά· σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους. ποικίλα» ὁ αὐτ.
|lstext='''κερχνωτός''': -ή, -όν, [[τραχύς]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. κατακερχνοῦται· «τὰ κερχνωτά· σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους. ποικίλα» ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κερχνωτός]], -ή, -όν (Α) [[κέρχνος]] (II)]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ κερχνωτά<br />σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῡ χείλους, ποικίλα».
}}
}}