ἑτοιμαστικός: Difference between revisions

14
(6_11)
(14)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτοιμαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἑτοιμάζων, [[προπαρασκευαστικός]], ἑτοιμαστικὴ [[φωνή]], ἡ ἑτοιμάζουσα τὴν ἀκοὴν τῶν ἀνθρώπων, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 764Α καὶ Β.
|lstext='''ἑτοιμαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἑτοιμάζων, [[προπαρασκευαστικός]], ἑτοιμαστικὴ [[φωνή]], ἡ ἑτοιμάζουσα τὴν ἀκοὴν τῶν ἀνθρώπων, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 764Α καὶ Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμαστικός]], -ή, -όν (Α) [[ετοιμαστής]]<br />αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ [[φωνή]]» — η [[φωνή]] που ετοιμάζει την [[ακοή]] τών ανθρώπων, Επιφάν.).
}}
}}