καμινευτικός: Difference between revisions

19
(6_11)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καμῑνευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάμινον, Σουΐδ.
|lstext='''καμῑνευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάμινον, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καμινευτικός]], -ή, -όν) [[καμινεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[καμίνευση]], αυτός που συντελεί στην [[τήξη]] τών μετάλλων.
}}
}}