3,277,206
edits
(6_11) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καμῑνευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάμινον, Σουΐδ. | |lstext='''καμῑνευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάμινον, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καμινευτικός]], -ή, -όν) [[καμινεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[καμίνευση]], αυτός που συντελεί στην [[τήξη]] τών μετάλλων. | |||
}} | }} |