καταληπτήρ: Difference between revisions

19
(6_11)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταληπτήρ''': -ῆρος, ὁ, [[ἱμάς]], δι’ οὗ δένομέν τι, Ἡσύχ.· ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, λίθοι μεγάλοι ἀποτελοῦντες τὸ ἀνώτατον τοῦ στυλοβάτου [[μέρος]] ἐφ' ὧν οἱ στῦλοι ἐγείρονται, Ἐπιγρ. Dittenb.
|lstext='''καταληπτήρ''': -ῆρος, ὁ, [[ἱμάς]], δι’ οὗ δένομέν τι, Ἡσύχ.· ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, λίθοι μεγάλοι ἀποτελοῦντες τὸ ἀνώτατον τοῦ στυλοβάτου [[μέρος]] ἐφ' ὧν οἱ στῦλοι ἐγείρονται, Ἐπιγρ. Dittenb.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταληπτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[καταλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> ο [[ιμάντας]] με τον οποίο δένεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> μεγάλοι λίθοι που αποτελούν το ανώτατο [[μέρος]] του στυλοβάτη [[πάνω]] στους οποίους εγείρονται οι κίονες<br /><b>3.</b> η [[συναρμογή]], ο [[σύνδεσμος]].
}}
}}