περιφορητικός: Difference between revisions

32
(6_11)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιφορητικός''': -ή, -όν, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 87, π. [[λόγος]], πιθαν. ἡμαρτημ. ἀντὶ παραφορητικός, [[ἀπατηλός]].
|lstext='''περιφορητικός''': -ή, -όν, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 87, π. [[λόγος]], πιθαν. ἡμαρτημ. ἀντὶ παραφορητικός, [[ἀπατηλός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιφορητός]]<br />αυτός που περιφέρεται [[γρήγορα]], [[ταχύς]] [[κατά]] την [[περιφορά]].
}}
}}