διατήκω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατήκω''': μέλλ. -ξω, [[τήκω]] ἐντελῶς, διὰ θερμότητος [[μαλάσσω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 149· λύω (τὰ ἔντερα), Ἱππ. Ἀέρ. 284. ΙΙ. παθ. [[μετὰ]] πρκμ. τέτηκα, τήκομαι, διαλύομαι, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 6· [[φθίνω]], «λυώνω», Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 8.
|lstext='''διατήκω''': μέλλ. -ξω, [[τήκω]] ἐντελῶς, διὰ θερμότητος [[μαλάσσω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 149· λύω (τὰ ἔντερα), Ἱππ. Ἀέρ. 284. ΙΙ. παθ. [[μετὰ]] πρκμ. τέτηκα, τήκομαι, διαλύομαι, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 6· [[φθίνω]], «λυώνω», Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 8.
}}
{{bailly
|btext=dissoudre en faisant fondre ; amollir par la chaleur ; <i>Pass.</i> se fondre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τήκω]].
}}
}}