3,274,873
edits
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνᾰλείφω''': μέλλ. -ψω, [[ἀλείφω]] [[ὁμοῦ]], [[ἀποκρύπτω]] δι’ ἐπιχρίσεως, [[ἐπιχρίω]]. τὰ φαῦλα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· γῆ [[ὑγρά]]..., ἐὰν ξηρανθῇ, ξ. τὸ [[σπέρμα]], καλύπτει αὐτὰ ὡς δι’ ἀλοιφῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23. 1. ― Παθ., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συνηλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους, ἔχουσι συγκαλυφθῆ ὡς δι’ ἐπιχρίσματος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 2. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., [[συγχωνεύω]] δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, κλπ.· ― Παθητ., συγχωνεύομαι εἰς μίαν συλλαβήν, ἐπὶ δύο συλλαβῶν, ὁ αὐτ. π. Δημοσθ. σ. 1070R· ἴδε [[συναλοιφή]]. ΙΙ. βοηθῶ τινὰ εἰς τὸ ἀλείφειν, [[συγχρίω]], τινὰ Πλουτ. Πομπ. 73, πρβλ. 2. 1094. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 282. | |lstext='''συνᾰλείφω''': μέλλ. -ψω, [[ἀλείφω]] [[ὁμοῦ]], [[ἀποκρύπτω]] δι’ ἐπιχρίσεως, [[ἐπιχρίω]]. τὰ φαῦλα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· γῆ [[ὑγρά]]..., ἐὰν ξηρανθῇ, ξ. τὸ [[σπέρμα]], καλύπτει αὐτὰ ὡς δι’ ἀλοιφῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23. 1. ― Παθ., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συνηλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους, ἔχουσι συγκαλυφθῆ ὡς δι’ ἐπιχρίσματος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 2. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., [[συγχωνεύω]] δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, κλπ.· ― Παθητ., συγχωνεύομαι εἰς μίαν συλλαβήν, ἐπὶ δύο συλλαβῶν, ὁ αὐτ. π. Δημοσθ. σ. 1070R· ἴδε [[συναλοιφή]]. ΙΙ. βοηθῶ τινὰ εἰς τὸ ἀλείφειν, [[συγχρίω]], τινὰ Πλουτ. Πομπ. 73, πρβλ. 2. 1094. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 282. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> aider à oindre <i>ou</i> à enduire;<br /><b>2</b> rendre cohérent <i>ou</i> visqueux, unir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλείφω]]. | |||
}} | }} |