3,277,206
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσανατρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] [[πρός]]..., λόφον Διον. Ἁλ. 1. 56· εἰς τόπον Διόδ. 5. 47· μεταφορ., ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις, [[ταχέως]] ἐγένοντο πλούσιοι, ὁ αὐτ. 16. 83. ΙΙ. [[ἀνατρέχω]] εἰς τὰ παρελθόντα, Πολύβ. 5. 31, 8· οὕτω, πρ. τοῖς χρόνοις, ὁ αὐτ. 1. 12, 8, κτλ. | |lstext='''προσανατρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] [[πρός]]..., λόφον Διον. Ἁλ. 1. 56· εἰς τόπον Διόδ. 5. 47· μεταφορ., ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις, [[ταχέως]] ἐγένοντο πλούσιοι, ὁ αὐτ. 16. 83. ΙΙ. [[ἀνατρέχω]] εἰς τὰ παρελθόντα, Πολύβ. 5. 31, 8· οὕτω, πρ. τοῖς χρόνοις, ὁ αὐτ. 1. 12, 8, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> gravir en courant ; <i>fig.</i> s’élever à, τινι;<br /><b>2</b> remonter en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνατρέχω]]. | |||
}} | }} |