3,274,917
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβιβρώσκω''': μέλλ. -βρώσομαι: ἀόρ. κατέβρων· παθ. πρκμ. καταβέβρωμαι: ἀόρ. κατεβρώθην· πρβλ. [[καταβρώθω]]. Κατατρώγω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 127, Ἡρόδ. 3. 16· καταβεβρωκὼς σιτία [[ἴσως]] ἐλεφάντων τεττάρων Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 1· μεταφ., καταβεβρώκασι… τὰς οὐσίας, [[ἔφαγον]] τὰς περιουσίας των, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30. -Παθ., καταβέβρωται Ἡρόδ. 4. 199, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 110A· -(περὶ τοῦ [[καταβρώξειε]] ἐν Διον. Π. 604, ἴδε ἐν λ. [[καταβρόξειε]]). | |lstext='''καταβιβρώσκω''': μέλλ. -βρώσομαι: ἀόρ. κατέβρων· παθ. πρκμ. καταβέβρωμαι: ἀόρ. κατεβρώθην· πρβλ. [[καταβρώθω]]. Κατατρώγω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 127, Ἡρόδ. 3. 16· καταβεβρωκὼς σιτία [[ἴσως]] ἐλεφάντων τεττάρων Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 1· μεταφ., καταβεβρώκασι… τὰς οὐσίας, [[ἔφαγον]] τὰς περιουσίας των, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30. -Παθ., καταβέβρωται Ἡρόδ. 4. 199, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 110A· -(περὶ τοῦ [[καταβρώξειε]] ἐν Διον. Π. 604, ἴδε ἐν λ. [[καταβρόξειε]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> καταβρώσομαι, <i>ao.</i> κατέβρωσα, <i>ao.2</i> κατέβρων, <i>pf.</i> καταβέβρωκα;<br />avaler, dévorer, engloutir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιβρώσκω]]. | |||
}} | }} |