3,274,916
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰτάω''': μέλλ. -ήσω, ([[μάτην]])· ― ποιητ. [[ῥῆμα]], εἶμαι [[ἀργός]], [[ὀκνηρός]], [[βραδύνω]], ἀργοπορῶ, ἀμελῶ, ἀφίνω νὰ παρέρχηται ὁ [[χρόνος]], ἀπέκοψε παρήορον οὐδ’ ἐμάτησεν (ἢ οὐδὲ μάτησεν), «οὐδὲ ἐματαιοπράγησεν ἢ ἠμέλησεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 474, πρβλ. Ψ. 510· ὡς τὼ μὲν (ἐξυπ. ἵππω) δείσαντε ματήσετον Ε. 232, πρβλ. [[ματία]]· οὐ ματᾷ [[τοὖργον]], τὸ [[ἔργον]] δὲν βραδύνει, προχωρεῖ, προβαίνει, Αἰσχύλ. Πρ. 57· ματᾶν ὁδῷ, διατρίβειν καθ’ ὁδόν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 37· ἰδώμεθ’, εἴ τι τοῦδε [[φροίμιον]] ματᾷ ἂν [[εἶναι]] μάταιον, ἀνωφελές, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 141· ἐπὶ προσώπων, ὡς τὸ [[ἁμαρτάνω]], [[ἀποτυγχάνω]] εἴς τι [[πρᾶγμα]], τινος Ὁππ. Ἁλ. 3. 103. ― Πρβλ. [[ματᾴζω]]. | |lstext='''μᾰτάω''': μέλλ. -ήσω, ([[μάτην]])· ― ποιητ. [[ῥῆμα]], εἶμαι [[ἀργός]], [[ὀκνηρός]], [[βραδύνω]], ἀργοπορῶ, ἀμελῶ, ἀφίνω νὰ παρέρχηται ὁ [[χρόνος]], ἀπέκοψε παρήορον οὐδ’ ἐμάτησεν (ἢ οὐδὲ μάτησεν), «οὐδὲ ἐματαιοπράγησεν ἢ ἠμέλησεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 474, πρβλ. Ψ. 510· ὡς τὼ μὲν (ἐξυπ. ἵππω) δείσαντε ματήσετον Ε. 232, πρβλ. [[ματία]]· οὐ ματᾷ [[τοὖργον]], τὸ [[ἔργον]] δὲν βραδύνει, προχωρεῖ, προβαίνει, Αἰσχύλ. Πρ. 57· ματᾶν ὁδῷ, διατρίβειν καθ’ ὁδόν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 37· ἰδώμεθ’, εἴ τι τοῦδε [[φροίμιον]] ματᾷ ἂν [[εἶναι]] μάταιον, ἀνωφελές, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 141· ἐπὶ προσώπων, ὡς τὸ [[ἁμαρτάνω]], [[ἀποτυγχάνω]] εἴς τι [[πρᾶγμα]], τινος Ὁππ. Ἁλ. 3. 103. ― Πρβλ. [[ματᾴζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ματήσω, <i>ao.</i> ἐμάτησα, <i>pf. inus.</i><br />être vain, sans effet, perdre sa peine <i>ou</i> son temps : ὁδῷ, faire un chemin inutile.<br />'''Étymologie:''' [[μάτην]]. | |||
}} | }} |