νεωτερισμός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεωτερισμός''': ὁ, [[ἐπιχείρησις]] πρὸς μεταβολήν· ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[κίνησις]], [[στάσις]], rerum novarum studium, Πλάτ. Ρητ. 422Α, 555D, Δημ. 215· 26, κλ.· ἐν τῷ πληθ. Πλάτ. Νόμ. 758C· πρβλ. [[νεωτερίζω]].
|lstext='''νεωτερισμός''': ὁ, [[ἐπιχείρησις]] πρὸς μεταβολήν· ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[κίνησις]], [[στάσις]], rerum novarum studium, Πλάτ. Ρητ. 422Α, 555D, Δημ. 215· 26, κλ.· ἐν τῷ πληθ. Πλάτ. Νόμ. 758C· πρβλ. [[νεωτερίζω]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />goût <i>ou</i> penchant pour les nouveautés ; innovation, révolution.<br />'''Étymologie:''' [[νεωτερίζω]].
}}
}}