3,274,873
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλόσχοινος''': ὁ, [[εἶδος]] σχοινίου πολλῷ σαρκωδεστέρου καὶ παχυτέρου τῶν ἄλλων [[σχοινίων]], [[ἴσως]] τὸ Λατ. juncus mariscus, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 12, 1, Διοσκ. 4. 52· ἐν χρήσει εἰς κατασκευὴν πλεγμάτων καὶ [[ἄλλοτε]] μεν, ὡς τὸ λινόν, βεβρεγμένον, [[ἄλλοτε]] δὲ ἄβροχον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 43· - ἐντεῦθρν ἡ [[παροιμία]], ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ἀπόνως ([[ἐπειδὴ]] οἱ ὁλόσχοινοι ἔβρέχοντο διὰ νὰ [[εἶναι]] ἰσχυροί), Αἰσχίν. 31. 5· [[οὕτως]], ὁλοσχοίνῳ [[στόμα]] ἀποφράξαι Ἀνθ. Π. 10. 40. | |lstext='''ὁλόσχοινος''': ὁ, [[εἶδος]] σχοινίου πολλῷ σαρκωδεστέρου καὶ παχυτέρου τῶν ἄλλων [[σχοινίων]], [[ἴσως]] τὸ Λατ. juncus mariscus, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 12, 1, Διοσκ. 4. 52· ἐν χρήσει εἰς κατασκευὴν πλεγμάτων καὶ [[ἄλλοτε]] μεν, ὡς τὸ λινόν, βεβρεγμένον, [[ἄλλοτε]] δὲ ἄβροχον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 43· - ἐντεῦθρν ἡ [[παροιμία]], ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ἀπόνως ([[ἐπειδὴ]] οἱ ὁλόσχοινοι ἔβρέχοντο διὰ νὰ [[εἶναι]] ἰσχυροί), Αἰσχίν. 31. 5· [[οὕτως]], ὁλοσχοίνῳ [[στόμα]] ἀποφράξαι Ἀνθ. Π. 10. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de jonc marin dont la tige est pleine et compacte, <i>plante ; ◊ prov.</i> ἀπορράπτειν τὸ [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ ESCHN coudre la bouche de qqn avec un jonc sec, <i>càd</i> sans se donner de peine (lui clouer le bec).<br />'''Étymologie:''' [[ὅλος]], [[σχοῖνος]]. | |||
}} | }} |