3,274,921
edits
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑοσκύᾰμος''': ὁ, (ὗς) [[εἶδος]] δηλητηριώδους φυτοῦ [[ὅπερ]] ἐσθιόμενον προξενεῖ κάρωσιν καὶ μανίαν, Hyoscyamus niger, τὸν ὑοσκύαμον ὑφ’ οὗ οἱ φαγόντες παραπλῆγες γίνονται Ξεν. Οἰκ. 1, 13, Διοσκ. 4. 69., 6. 15, κλπ., Πλουτ. Δημήτρ. 20. - ὁ [[ὑοσκύαμος]] νῦν ποὺ μὲν διατηρεῖ τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνομα]], ποὺ δὲ καλεῖται «γεροῦλι», Sibthorpe. | |lstext='''ὑοσκύᾰμος''': ὁ, (ὗς) [[εἶδος]] δηλητηριώδους φυτοῦ [[ὅπερ]] ἐσθιόμενον προξενεῖ κάρωσιν καὶ μανίαν, Hyoscyamus niger, τὸν ὑοσκύαμον ὑφ’ οὗ οἱ φαγόντες παραπλῆγες γίνονται Ξεν. Οἰκ. 1, 13, Διοσκ. 4. 69., 6. 15, κλπ., Πλουτ. Δημήτρ. 20. - ὁ [[ὑοσκύαμος]] νῦν ποὺ μὲν διατηρεῖ τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνομα]], ποὺ δὲ καλεῖται «γεροῦλι», Sibthorpe. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />jusquiame <i>litt.</i> « fève de porc », <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὗς]], [[κύαμος]]. | |||
}} | }} |