διασωσμός: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6_14) |
(big3_11) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασωσμός''': ὁ, ἡ, [[διάσωσις]], Ἀκύλ. Ψαλμ. νδ΄, 9. | |lstext='''διασωσμός''': ὁ, ἡ, [[διάσωσις]], Ἀκύλ. Ψαλμ. νδ΄, 9. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[liberación]] σπεύσω διασωσμὸν ἐμοὶ ἀπὸ πνεύματος λαιλαπώδους Aq., Thd.<i>Ps</i>.54.9. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
διασωσμός: ὁ, ἡ, διάσωσις, Ἀκύλ. Ψαλμ. νδ΄, 9.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
liberación σπεύσω διασωσμὸν ἐμοὶ ἀπὸ πνεύματος λαιλαπώδους Aq., Thd.Ps.54.9.