πλινθουργός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλινθουργός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Πλάτ. Θεαίτ. 147Α· -ουργέω, [[κατασκευάζω]] πλίνθους, Ἀριστοφ. Πλ. 514· -ουργία, ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πλινθεία]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Εϳ, 8).
|lstext='''πλινθουργός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Πλάτ. Θεαίτ. 147Α· -ουργέω, [[κατασκευάζω]] πλίνθους, Ἀριστοφ. Πλ. 514· -ουργία, ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πλινθεία]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Εϳ, 8).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />briquetier.<br />'''Étymologie:''' [[πλίνθος]], [[ἔργον]].
}}
}}