κελευθοπόρος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κελευθοπόρος''': ὁ, ὡς τὸ πεζολογικὸν [[ὁδοιπόρος]], Ἀνθ. Π. 7. 337.
|lstext='''κελευθοπόρος''': ὁ, ὡς τὸ πεζολογικὸν [[ὁδοιπόρος]], Ἀνθ. Π. 7. 337.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />voyageur.<br />'''Étymologie:''' [[κέλευθος]], πορεύομαι.
}}
}}