σκολλυφόρος: Difference between revisions

37
(6_18)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκολλυφόρος''': -ον, ὁ φέρων λόφον τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Ἡσύχ.
|lstext='''σκολλυφόρος''': -ον, ὁ φέρων λόφον τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει μία [[τούφα]] μαλλιών στην [[κορυφή]] του κεφαλιού του, [[κοννοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκόλλυς]] «[[τρόπος]] κουρέματος» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}