πολυδόνητος: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
(6_18) |
(33) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυδόνητος''': -ον, ὁ πολὺ δονούμενος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 15. 396. | |lstext='''πολυδόνητος''': -ον, ὁ πολὺ δονούμενος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 15. 396. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δόνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δονῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οιστρο</i>-<i>δόνητος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
πολυδόνητος: -ον, ὁ πολὺ δονούμενος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 15. 396.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οιστρο-δόνητος].