κατάψυκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
(6_18)
 
(20)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάψυκτος''': -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος.
|lstext='''κατάψυκτος''': -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάψυκτος]], -ον (Μ) [[καταψύχω]]<br />αυτός που επιδέχεται [[κατάψυξη]], ο [[δεκτικός]] καταψύξεως.
}}
}}

Latest revision as of 07:22, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κατάψυκτος: -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος.

Greek Monolingual

κατάψυκτος, -ον (Μ) καταψύχω
αυτός που επιδέχεται κατάψυξη, ο δεκτικός καταψύξεως.