καταράκτης: Difference between revisions

19
(6_23)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰράκτης''': κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε [[καταρράκτης]], καταρρακτικός, [[καταρρακτικῶς]].
|lstext='''κατᾰράκτης''': κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε [[καταρράκτης]], καταρρακτικός, [[καταρρακτικῶς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταράκτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταρράκτης]].
}}
}}