ὁμοδίαιτος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοδίαιτος''': -ον, ὁ ζῶν ἢ διαιτώμενος μετ᾿ ἄλλων, Λουκ. Αμμών. [[βίος]] 5, κτλ.· ὁμ. τῇ νόσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποκηρυττ. 5· ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, κοινὰ εἰς τοὺς πολλούς, ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16.
|lstext='''ὁμοδίαιτος''': -ον, ὁ ζῶν ἢ διαιτώμενος μετ᾿ ἄλλων, Λουκ. Αμμών. [[βίος]] 5, κτλ.· ὁμ. τῇ νόσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποκηρυττ. 5· ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, κοινὰ εἰς τοὺς πολλούς, ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a le même genre de vie que, τινι ; <i>fig.</i> [[ὁμοδίαιτος]] [[τῇ]] νόσῳ LUC qui vit avec la maladie, habitué à être malade ; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς LUC expressions habituelles à la foule.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δίαιτα]].
}}
}}