3,277,759
edits
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοδίαιτος''': -ον, ὁ ζῶν ἢ διαιτώμενος μετ᾿ ἄλλων, Λουκ. Αμμών. [[βίος]] 5, κτλ.· ὁμ. τῇ νόσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποκηρυττ. 5· ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, κοινὰ εἰς τοὺς πολλούς, ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. | |lstext='''ὁμοδίαιτος''': -ον, ὁ ζῶν ἢ διαιτώμενος μετ᾿ ἄλλων, Λουκ. Αμμών. [[βίος]] 5, κτλ.· ὁμ. τῇ νόσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποκηρυττ. 5· ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, κοινὰ εἰς τοὺς πολλούς, ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a le même genre de vie que, τινι ; <i>fig.</i> [[ὁμοδίαιτος]] [[τῇ]] νόσῳ LUC qui vit avec la maladie, habitué à être malade ; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς LUC expressions habituelles à la foule.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δίαιτα]]. | |||
}} | }} |