δίεδρος: Difference between revisions

big3_11
(6_15)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ὁ χωριστὰ καθήμενος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σύνεδρος]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 10· πρβλ. [[διεδρία]]. ΙΙ. [[δίεδρος]], ὁ, = [[διέδριον]], Ἀθήν. 197Β.
|lstext='''δίεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ὁ χωριστὰ καθήμενος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σύνεδρος]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 10· πρβλ. [[διεδρία]]. ΙΙ. [[δίεδρος]], ὁ, = [[διέδριον]], Ἀθήν. 197Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que se coloca aparte]]de los animales, interpretado como signo de discordia, Arist.<i>HA</i> 608<sup>b</sup>28.<br /><b class="num">2</b> [[diáfano]], [[translúcido]] Hp. en Gal.19.92 (prob. var. antigua de [[δίϋδρος]] q.u.), Hsch. (quizá error por [[δίαιθρος]] q.u.).<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ὁ δ. [[base]], [[pedestal]], [[soporte doble]] δίεδρος ἀνεπίγραφος <i>Didyma</i> 467.12 (II a.C.), para una mesita, Callix.2 (p.167.21).<br /><b class="num">2</b> τὸ δ. [[asiento doble]] prob. un tipo de [[diván o asiento alargado]] ἐπὶ δ. τι οὗ ἐτύγχανον καθήμενοι <i>PUG</i> 107.5 (III a.C.), στρωμάτιον, ὥστε τῷ μήκει ἐπὶ δ. <i>PCair.Zen</i>.241.3, cf. 13.35, <i>PSI</i> 858.58 (en vol. IX, p.X) (todos III a.C.), δίεδρα λέγεται τὰ ἐφ' οἷς καθήμεθα Erot.37.12, para uso médico, Herod.Med. en Orib.10.37.5, τὴν λεγομένην κλινίδα, ἥ ἐστιν ὁμοία διέδρῳ Sud.s.u. ζεῦγος ἡμιονικόν.
}}
}}