Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίβολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίβολος''': -ον, (βάλλω) ὁ δὶς ῥιπτόμενος, δ. [[χλαῖνα]], ἐπανωφόριον διπλούμενoν καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων ῥιπτόμενoν, Λατ. duplex paenula, [[Πολυδ]]. Ζʹ, 47, Ἡσύχ. ΙΙ. δύο ἔχων αἰχμάς, Εὐρ. Ρήσ. 374, Ἀνθ. Π. 6. 282· [[καθόλου]], διπλοῦς.
|lstext='''δίβολος''': -ον, (βάλλω) ὁ δὶς ῥιπτόμενος, δ. [[χλαῖνα]], ἐπανωφόριον διπλούμενoν καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων ῥιπτόμενoν, Λατ. duplex paenula, [[Πολυδ]]. Ζʹ, 47, Ἡσύχ. ΙΙ. δύο ἔχων αἰχμάς, Εὐρ. Ρήσ. 374, Ἀνθ. Π. 6. 282· [[καθόλου]], διπλοῦς.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à double pointe.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[βάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐβολος Medium diacritics: δίβολος Low diacritics: δίβολος Capitals: ΔΙΒΟΛΟΣ
Transliteration A: díbolos Transliteration B: dibolos Transliteration C: divolos Beta Code: di/bolos

English (LSJ)

ον, (βάλλω)

   A twice-thrown, δ. χλαῖνα a garment doubled and thrown over the shoulders, Poll.7.47, Hsch.    II two-pointed, ἄκων E.Rh.374 (lyr.); περόνα AP6.282 (Theod.); in two pieces, ξύλον SIG2587.307: generally, redoubled, v. διόβολος.    III δίβολον· φᾶρος διπλοῦν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 614] 1) zweimal geworfen; χλαῖνα, ein weites, zweimal um den Leib reichendes Gewand, Poll. 7, 47; Hesych. – 2) zweispitzig; ἄκων Eur. Rhes. 351; περόνη Theodorid. 3 (VI, 282).

Greek (Liddell-Scott)

δίβολος: -ον, (βάλλω) ὁ δὶς ῥιπτόμενος, δ. χλαῖνα, ἐπανωφόριον διπλούμενoν καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων ῥιπτόμενoν, Λατ. duplex paenula, Πολυδ. Ζʹ, 47, Ἡσύχ. ΙΙ. δύο ἔχων αἰχμάς, Εὐρ. Ρήσ. 374, Ἀνθ. Π. 6. 282· καθόλου, διπλοῦς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à double pointe.
Étymologie: δίς, βάλλω.