ἄθεσμος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄθεσμος''': -ον, = [[ἀθέσμιος]], Φίλων 2. 165. Πλουτ. Καῖσ. 10. -Ἐπίρρ. -μως, «ἀθέσμως, παρανόμως», Ἡσύχ.
|lstext='''ἄθεσμος''': -ον, = [[ἀθέσμιος]], Φίλων 2. 165. Πλουτ. Καῖσ. 10. -Ἐπίρρ. -μως, «ἀθέσμως, παρανόμως», Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />illicite, inique, criminel.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[θεσμός]].
}}
}}