ἐρέψιμος: Difference between revisions

14
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρέψιμος''': -ον, [[στεγάσιμος]], χρησιμεύων πρὸς ἐπιστέγασιν, δένδρα ἐρέψιμα Πλάτ. Κριτίας 111C· ὕλη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 8.
|lstext='''ἐρέψιμος''': -ον, [[στεγάσιμος]], χρησιμεύων πρὸς ἐπιστέγασιν, δένδρα ἐρέψιμα Πλάτ. Κριτίας 111C· ὕλη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρέψιμος]], -ον (Α)<br />ο [[κατάλληλος]] για [[επιστέγαση]] («[[ἐρέψιμος]] ὕλη», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρεψις]] «[[επιστέγαση]]»].
}}
}}