3,274,447
edits
(6_16) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακρουσιχοίνικος''': -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. [[παρακρούω]] Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. [[κρουσιμετρέω]], ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει. | |lstext='''παρακρουσιχοίνικος''': -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. [[παρακρούω]] Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. [[κρουσιμετρέω]], ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο [[μέτρημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράκρουσις]] «[[απάτη]]» <span style="color: red;">+</span> [[χοῖνιξ]], -<i>ικος</i> «[[μέτρο]] χωρητικότητας» (<b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>χοίνικος</i>)]. | |||
}} | }} |