δικάρηνος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκάρηνος''': -ον, δύο ἔχων κεφαλάς, [[δικέφαλος]], Βατραχομ. 300, Ἀνθ. Π.6.306.
|lstext='''δῐκάρηνος''': -ον, δύο ἔχων κεφαλάς, [[δικέφαλος]], Βατραχομ. 300, Ἀνθ. Π.6.306.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à deux têtes.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κάρηνον]].
}}
}}