ἰσόσταθμος: Difference between revisions

18
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσόσταθμος''': -ον, ἔχων ἴσον βάρος, Διοσκ. 1. 54· [[ἴσος]], [[κανονικός]], σφυγμὸς Γαλην. 7. 336.
|lstext='''ἰσόσταθμος''': -ον, ἔχων ἴσον βάρος, Διοσκ. 1. 54· [[ἴσος]], [[κανονικός]], σφυγμὸς Γαλην. 7. 336.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόσταθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ίσο [[βάρος]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ισοβαρής]], [[ισοζυγής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἰσόσταθμα</i><br />α) με το ίδιο [[βάρος]], ισοβαρώς<br />β) συμμετρικά<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον [[άλλο]], ο [[ισοϋψής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισόσταθμα</i> (Α <i>ἰσοστάθμως</i>)<br />με την [[ίδια]] [[αναλογία]], [[εξίσου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σταθμός]] «[[ζυγός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αντί]]-<i>σταθμος</i>, <i>σύ</i>-<i>σταθμος</i>)].
}}
}}