3,253,652
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑλῐκοβλέφᾰρος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ [[ταχέως]] κινοῦσα τὰ βλέφαρα, ἡ ῥίπτουσα ταχὺ [[βλέμμα]], χαῖρ’ ἑλικοβλέφαρε, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὕμν. Ὁμ. 6. 19, Ἡσ. Θ. 16, Πινδ. Ἀποσπ. 88· περὶ τῆς Λήδας, Πινδ. Π. 4. 304· πρβλ. [[ἑλίκωψ]]. | |lstext='''ἑλῐκοβλέφᾰρος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ [[ταχέως]] κινοῦσα τὰ βλέφαρα, ἡ ῥίπτουσα ταχὺ [[βλέμμα]], χαῖρ’ ἑλικοβλέφαρε, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὕμν. Ὁμ. 6. 19, Ἡσ. Θ. 16, Πινδ. Ἀποσπ. 88· περὶ τῆς Λήδας, Πινδ. Π. 4. 304· πρβλ. [[ἑλίκωψ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux yeux mobiles <i>ou</i> vifs.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλικός]], [[βλέφαρον]]. | |||
}} | }} |