ἀταλάφρων: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀταλάφρων''': -ον, γεν. ονος ([[φρονέω]]) ὁ ἀταλάς, τρυφεράς ἔχων φρένας, ὁ [[ἁπαλόφρων]], ἐπὶ νηπίου, παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον [[αὔτως]] Ἰλ. Ζ. 400· δι. γρ. [[ἀταλόφρων]], Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 325. 13.
|lstext='''ἀταλάφρων''': -ον, γεν. ονος ([[φρονέω]]) ὁ ἀταλάς, τρυφεράς ἔχων φρένας, ὁ [[ἁπαλόφρων]], ἐπὶ νηπίου, παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον [[αὔτως]] Ἰλ. Ζ. 400· δι. γρ. [[ἀταλόφρων]], Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 325. 13.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à l’esprit enfantin, naïf.<br />'''Étymologie:''' [[ἀταλός]], [[φρήν]].
}}
}}