ὑπερκατάληκτος: Difference between revisions

43
(6_17)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερκατάληκτος''': -ον, ἴδε [[καταληκτικός]].
|lstext='''ὑπερκατάληκτος''': -ον, ἴδε [[καταληκτικός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπερκατάληκτος]], -ον, ΝΑ<br /><b>(μετρ.)</b> (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο [[μέτρο]] έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]].
}}
}}