δυσήκοος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσήκοος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀκούων, βαρήκοος, Ἀνθ. Π. παραρτ. 304· [[ἀπειθής]], Πλούτ. 2. 13F. ΙΙ. ὃν δυσκόλως ἀκούει τις, Φιλόστρ. 496.
|lstext='''δυσήκοος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀκούων, βαρήκοος, Ἀνθ. Π. παραρτ. 304· [[ἀπειθής]], Πλούτ. 2. 13F. ΙΙ. ὃν δυσκόλως ἀκούει τις, Φιλόστρ. 496.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> indocile;<br /><b>2</b> difficile à entendre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀκούω]].
}}
}}