Anonymous

μεγαλόστομος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόστομος''': -ον, ὁ ἔχων μέγα [[στόμα]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 12.
|lstext='''μεγᾰλόστομος''': -ον, ὁ ἔχων μέγα [[στόμα]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 12.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει μεγάλο [[στόμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, [[μεγαλορρήμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>)].
}}
}}