μακρόκωλος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακρόκωλος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὰ κῶλα, [[μέλη]], Γεωπ. 19. 2, 1· ἡ [[μακρόκωλος]], [[εἶδος]] σφενδόνης, Στράβ. 168. 2) ἐπὶ περιόδων ἐχουσῶν μακρὰ κῶλα ἢ προτάσεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6· [[ὡσαύτως]], οἱ μακρόκωλοι, οἱ τοιάτα κῶλα μεταχειριζόμενοι, [[αὐτόθι]].· ‒ οὕτω, μακροκωλία, ἡ, μακρὰ [[περίοδος]], Ρήτορες (Walz) 6. σ. 305.
|lstext='''μακρόκωλος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὰ κῶλα, [[μέλη]], Γεωπ. 19. 2, 1· ἡ [[μακρόκωλος]], [[εἶδος]] σφενδόνης, Στράβ. 168. 2) ἐπὶ περιόδων ἐχουσῶν μακρὰ κῶλα ἢ προτάσεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6· [[ὡσαύτως]], οἱ μακρόκωλοι, οἱ τοιάτα κῶλα μεταχειριζόμενοι, [[αὐτόθι]].· ‒ οὕτω, μακροκωλία, ἡ, μακρὰ [[περίοδος]], Ρήτορες (Walz) 6. σ. 305.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux membres longs <i>en parl. d’une période oratoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κῶλον]].
}}
}}